ψηλωσιά
Смотреть что такое "ψηλωσιά" в других словарях:
ψηλωσιά — η, Ν 1. το ψήλωμα 2. οικοδόμηση, το να υψώνονται οι τοίχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψηλωσ τού ψηλώνω (πρβλ. αόρ. ψήλωσα) + κατάλ. ιά (πρβλ. σκαλωσ ιά)] … Dictionary of Greek
ψηλωσιά — η 1. ύψος. 2. ψήλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραποκαμένος — η, ο αυτός που κάηκε από κεραυνό (κυριολ. και μτφ): Στην ψηλωσιά εκείνη αρκετά έλατα ήταν αστραποκαμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)