ψηλωσιά

ψηλωσιά
η см. ψήλωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ψηλωσιά" в других словарях:

  • ψηλωσιά — η, Ν 1. το ψήλωμα 2. οικοδόμηση, το να υψώνονται οι τοίχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψηλωσ τού ψηλώνω (πρβλ. αόρ. ψήλωσα) + κατάλ. ιά (πρβλ. σκαλωσ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ψηλωσιά — η 1. ύψος. 2. ψήλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστραποκαμένος — η, ο αυτός που κάηκε από κεραυνό (κυριολ. και μτφ): Στην ψηλωσιά εκείνη αρκετά έλατα ήταν αστραποκαμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»